κληροδοσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κληροδοσία | οι | κληροδοσίες |
| γενική | της | κληροδοσίας | των | κληροδοσιών |
| αιτιατική | την | κληροδοσία | τις | κληροδοσίες |
| κλητική | κληροδοσία | κληροδοσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κληροδοσία < ελληνιστική κοινή κληροδοσία (διανομή κληρονομιάς) < (κληροδοτέω / κληροδοτῶ) κληροδο- + -σία
Προφορά
- ΔΦΑ : /kli.ɾo.ðoˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλη‐ρο‐δο‐σί‐α
Ουσιαστικό
κληροδοσία θηλυκό
- (νομικός όρος) η διάθεση σε κάποιο πρόσωπο ενός ποσού, συγκεκριμένων αντικειμένων κ.λπ., με διαθήκη ή κωδίκελλο, μιας περιουσίας, χωρίς ωστόσο αυτό να καθίσταται καθολικός κληρονόμος του διαθέτη
- ※ Οι μεγαλύτερες δωρεές που λαμβάνει το Μουσείο Μπενάκη γίνονται με κληροδοσία. Για πολλούς δωρητές, η αναγραφή της δωρεάς στη διαθήκη τους είναι ο πιο απλός τρόπος για να βοηθήσουν το Μουσείο. Κληροδοσίες - Μουσείο Μπενάκη
- διανομή με κλήρωση, όπως λ.χ. κτημάτων («κλήροι γης»)
- ≈ συνώνυμα: κλεροδοσιά, κληροδοσιά (λαϊκότροπα, δημώδη)
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- κληροδοσία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.