κληρωτίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κληρωτίδα οι κληρωτίδες
      γενική της κληρωτίδας των κληρωτίδων
    αιτιατική την κληρωτίδα τις κληρωτίδες
     κλητική κληρωτίδα κληρωτίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κληρωτίδα < μεσαιωνική ελληνική κληρωτίς < αρχαία ελληνική κληρωτρίς < κληρόω / κληρῶ < κλῆρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kald-, *klād- < *kola-, *klā- (χτυπώ, καταστρέφω, σκοτώνω)

Προφορά

ΔΦΑ : /kli.ɾoˈti.ða/

Ουσιαστικό

κληρωτίδα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.