ακληρονόμητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακληρονόμητος η ακληρονόμητη το ακληρονόμητο
      γενική του ακληρονόμητου της ακληρονόμητης του ακληρονόμητου
    αιτιατική τον ακληρονόμητο την ακληρονόμητη το ακληρονόμητο
     κλητική ακληρονόμητε ακληρονόμητη ακληρονόμητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακληρονόμητοι οι ακληρονόμητες τα ακληρονόμητα
      γενική των ακληρονόμητων των ακληρονόμητων των ακληρονόμητων
    αιτιατική τους ακληρονόμητους τις ακληρονόμητες τα ακληρονόμητα
     κλητική ακληρονόμητοι ακληρονόμητες ακληρονόμητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακληρονόμητος < α- στερητικό + κληρονομώ + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

Επίθετο

ακληρονόμητος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.