ολόκληρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ολόκληρος | η | ολόκληρη | το | ολόκληρο |
| γενική | του | ολόκληρου | της | ολόκληρης | του | ολόκληρου |
| αιτιατική | τον | ολόκληρο | την | ολόκληρη | το | ολόκληρο |
| κλητική | ολόκληρε | ολόκληρη | ολόκληρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ολόκληροι | οι | ολόκληρες | τα | ολόκληρα |
| γενική | των | ολόκληρων | των | ολόκληρων | των | ολόκληρων |
| αιτιατική | τους | ολόκληρους | τις | ολόκληρες | τα | ολόκληρα |
| κλητική | ολόκληροι | ολόκληρες | ολόκληρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ολόκληρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὁλόκληρος[1] [2] < ὁλο- + κλῆρος[3] (ολό- + κλήρος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /oˈlo.kli.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λό‐κλη‐ρος
Επίθετο
ολόκληρος, -η, -ο
- όλος, σε αντιδιαστολή προς εκείνο που ίσως του λείπει ένα κομμάτι ή για έμφαση
- ↪ Αναδημοσίευσαν ολόκληρο το άρθρο.
- ↪ Βάλε ένα κρεμμύδι ολόκληρο.
- ↪ Είμαι ολόκληρος στη διάθεσή σου.
- (μεταφορικά) δυσανάλογος προς κάτι για να υπογραμμιστεί η υπερβολή σε σχέση με το αναμενόμενο ή μια σημαντική διαφορά σε κάποια μεγέθη (όγκου, κατάταξης στην κοινωνική ιεραρχία κ.λπ.)
- ↪ Έφαγε ένα ολόκληρο αρνί στην καθισιά του!
- ↪ Θα κινήσεις ολόκληρη διαδικασία για μια γελοία υπόθεση!
- ↪ Πώς καταδέχτηκες να τσακωθείς με ένα παιδάκι ολόκληρος άνθρωπος;
- ↪ Έδωσες μια ολόκληρη περιουσία για ένα φόρεμα;
- ↪ Ολόκληρη πλαζ υπάρχει για να βρείτε κάπου που σας αρέσει να κάτσετε.
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
ολοκληρ-
ολοκληρ-
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ολόκληρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ολόκληρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.