κληρουχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κληρουχία οι κληρουχίες
      γενική της κληρουχίας των κληρουχιών
    αιτιατική την κληρουχία τις κληρουχίες
     κλητική κληρουχία κληρουχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κληρουχία < αρχαία ελληνική κληρουχία < κληροῦχος < κλῆρος + ἔχω

Προφορά

ΔΦΑ : /kli.ɾuˈçi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κληρουχία

Ουσιαστικό

κληρουχία θηλυκό

  1. (ιστορία) η τοποθέτηση / εγκατάσταση κληρούχων Αθηναίων σε κάποια περιοχή
  2. (ιστορία, κατ’ επέκταση) ο τόπος τοποθέτησης / εγκατάστασης κληρούχων Αθηναίων
  3. (ιστορία, κατ’ επέκταση) οι Αθηναίοι κληρούχοι ενός τόπου ως σύνολο
  4. η διανομή εκτάσεων γης σε ακτήμονες

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.