κτηματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κτηματικός | η | κτηματική | το | κτηματικό |
| γενική | του | κτηματικού | της | κτηματικής | του | κτηματικού |
| αιτιατική | τον | κτηματικό | την | κτηματική | το | κτηματικό |
| κλητική | κτηματικέ | κτηματική | κτηματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κτηματικοί | οι | κτηματικές | τα | κτηματικά |
| γενική | των | κτηματικών | των | κτηματικών | των | κτηματικών |
| αιτιατική | τους | κτηματικούς | τις | κτηματικές | τα | κτηματικά |
| κλητική | κτηματικοί | κτηματικές | κτηματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κτηματικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κτηματικός < αρχαία ελληνική κτῆμα
Προφορά
- ΔΦΑ : /kti.ma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κτη‐μα‐τι‐κός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κτήμα
Μεταφράσεις
κτηματικός
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | κτηματικός | ἡ | κτηματική | τὸ | κτηματικόν |
| γενική | τοῦ | κτηματικοῦ | τῆς | κτηματικῆς | τοῦ | κτηματικοῦ |
| δοτική | τῷ | κτηματικῷ | τῇ | κτηματικῇ | τῷ | κτηματικῷ |
| αιτιατική | τὸν | κτηματικόν | τὴν | κτηματικήν | τὸ | κτηματικόν |
| κλητική ὦ! | κτηματικέ | κτηματική | κτηματικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | κτηματικοί | αἱ | κτηματικαί | τὰ | κτηματικᾰ́ |
| γενική | τῶν | κτηματικῶν | τῶν | κτηματικῶν | τῶν | κτηματικῶν |
| δοτική | τοῖς | κτηματικοῖς | ταῖς | κτηματικαῖς | τοῖς | κτηματικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | κτηματικούς | τὰς | κτηματικᾱ́ς | τὰ | κτηματικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | κτηματικοί | κτηματικαί | κτηματικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κτηματικώ | τὼ | κτηματικᾱ́ | τὼ | κτηματικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | κτηματικοῖν | τοῖν | κτηματικαῖν | τοῖν | κτηματικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κτηματικός (ελληνιστική κοινή)< αρχαία ελληνική κτῆμα, κτηματ- + -ικός
Πηγές
- κτηματικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.