αποκληρώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποκληρώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποκληρ(ῶ) / ἀποκληρ(όω) + -ώνω < ἀπόκληρος  και δείτε τις λέξεις ἀπό και κλῆρος. Μορφολογικά αναλύεται σε απο- + κληρώνω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.kliˈɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποκληρώνω

Ρήμα

αποκληρώνω, αόρ.: αποκλήρωσα, παθ.φωνή: αποκληρώνομαι, π.αόρ.: αποκληρώθηκα, μτχ.π.π.: αποκληρωμένος

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις κληρώνω και κλήρος

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.