αποκληρώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποκληρώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποκληρ(ῶ) / ἀποκληρ(όω) + -ώνω < ἀπόκληρος → και δείτε τις λέξεις ἀπό και κλῆρος. Μορφολογικά αναλύεται σε απο- + κληρώνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.kliˈɾo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐κλη‐ρώ‐νω
Ρήμα
αποκληρώνω, αόρ.: αποκλήρωσα, παθ.φωνή: αποκληρώνομαι, π.αόρ.: αποκληρώθηκα, μτχ.π.π.: αποκληρωμένος
- αποκλείω κάποιον από την κληρονομιά, από το κομμάτι της κληρονομιάς που τού αναλογεί
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποκληρώνω | αποκλήρωνα | θα αποκληρώνω | να αποκληρώνω | αποκληρώνοντας | |
| β' ενικ. | αποκληρώνεις | αποκλήρωνες | θα αποκληρώνεις | να αποκληρώνεις | αποκλήρωνε | |
| γ' ενικ. | αποκληρώνει | αποκλήρωνε | θα αποκληρώνει | να αποκληρώνει | ||
| α' πληθ. | αποκληρώνουμε | αποκληρώναμε | θα αποκληρώνουμε | να αποκληρώνουμε | ||
| β' πληθ. | αποκληρώνετε | αποκληρώνατε | θα αποκληρώνετε | να αποκληρώνετε | αποκληρώνετε | |
| γ' πληθ. | αποκληρώνουν(ε) | αποκλήρωναν αποκληρώναν(ε) |
θα αποκληρώνουν(ε) | να αποκληρώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποκλήρωσα | θα αποκληρώσω | να αποκληρώσω | αποκληρώσει | ||
| β' ενικ. | αποκλήρωσες | θα αποκληρώσεις | να αποκληρώσεις | αποκλήρωσε | ||
| γ' ενικ. | αποκλήρωσε | θα αποκληρώσει | να αποκληρώσει | |||
| α' πληθ. | αποκληρώσαμε | θα αποκληρώσουμε | να αποκληρώσουμε | |||
| β' πληθ. | αποκληρώσατε | θα αποκληρώσετε | να αποκληρώσετε | αποκληρώστε | ||
| γ' πληθ. | αποκλήρωσαν αποκληρώσαν(ε) |
θα αποκληρώσουν(ε) | να αποκληρώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποκληρώσει | είχα αποκληρώσει | θα έχω αποκληρώσει | να έχω αποκληρώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποκληρώσει | είχες αποκληρώσει | θα έχεις αποκληρώσει | να έχεις αποκληρώσει | έχε αποκληρωμένο | |
| γ' ενικ. | έχει αποκληρώσει | είχε αποκληρώσει | θα έχει αποκληρώσει | να έχει αποκληρώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποκληρώσει | είχαμε αποκληρώσει | θα έχουμε αποκληρώσει | να έχουμε αποκληρώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποκληρώσει | είχατε αποκληρώσει | θα έχετε αποκληρώσει | να έχετε αποκληρώσει | έχετε αποκληρωμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν αποκληρώσει | είχαν αποκληρώσει | θα έχουν αποκληρώσει | να έχουν αποκληρώσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αποκληρωμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αποκληρωμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αποκληρωμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αποκληρωμένο | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποκληρώνομαι | αποκληρωνόμουν(α) | θα αποκληρώνομαι | να αποκληρώνομαι | ||
| β' ενικ. | αποκληρώνεσαι | αποκληρωνόσουν(α) | θα αποκληρώνεσαι | να αποκληρώνεσαι | ||
| γ' ενικ. | αποκληρώνεται | αποκληρωνόταν(ε) | θα αποκληρώνεται | να αποκληρώνεται | ||
| α' πληθ. | αποκληρωνόμαστε | αποκληρωνόμαστε αποκληρωνόμασταν |
θα αποκληρωνόμαστε | να αποκληρωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | αποκληρώνεστε | αποκληρωνόσαστε αποκληρωνόσασταν |
θα αποκληρώνεστε | να αποκληρώνεστε | (αποκληρώνεστε) | |
| γ' πληθ. | αποκληρώνονται | αποκληρώνονταν αποκληρωνόντουσαν |
θα αποκληρώνονται | να αποκληρώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποκληρώθηκα | θα αποκληρωθώ | να αποκληρωθώ | αποκληρωθεί | ||
| β' ενικ. | αποκληρώθηκες | θα αποκληρωθείς | να αποκληρωθείς | αποκληρώσου | ||
| γ' ενικ. | αποκληρώθηκε | θα αποκληρωθεί | να αποκληρωθεί | |||
| α' πληθ. | αποκληρωθήκαμε | θα αποκληρωθούμε | να αποκληρωθούμε | |||
| β' πληθ. | αποκληρωθήκατε | θα αποκληρωθείτε | να αποκληρωθείτε | αποκληρωθείτε | ||
| γ' πληθ. | αποκληρώθηκαν αποκληρωθήκαν(ε) |
θα αποκληρωθούν(ε) | να αποκληρωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αποκληρωθεί | είχα αποκληρωθεί | θα έχω αποκληρωθεί | να έχω αποκληρωθεί | αποκληρωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αποκληρωθεί | είχες αποκληρωθεί | θα έχεις αποκληρωθεί | να έχεις αποκληρωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αποκληρωθεί | είχε αποκληρωθεί | θα έχει αποκληρωθεί | να έχει αποκληρωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποκληρωθεί | είχαμε αποκληρωθεί | θα έχουμε αποκληρωθεί | να έχουμε αποκληρωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αποκληρωθεί | είχατε αποκληρωθεί | θα έχετε αποκληρωθεί | να έχετε αποκληρωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποκληρωθεί | είχαν αποκληρωθεί | θα έχουν αποκληρωθεί | να έχουν αποκληρωθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αποκληρωμένος - είμαστε, είστε, είναι αποκληρωμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αποκληρωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αποκληρωμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αποκληρωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αποκληρωμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αποκληρωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αποκληρωμένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.