κάστρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κάστρο τα κάστρα
      γενική του κάστρου των κάστρων
    αιτιατική το κάστρο τα κάστρα
     κλητική κάστρο κάστρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάστρο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάστρον < λατινική castrum

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈka.stɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κάστρο

Ουσιαστικό

Κάστρο στην Κέρκυρα

κάστρο ουδέτερο

  1. ψηλό κτίσμα με οχυρώσεις που χρησιμοποιούνταν για τη φύλαξη των πόλεων
  2. (συνεκδοχικά) το τείχος που περιέβαλλε τις πόλεις και τις προστάτευε από τις εχθρικές επιδρομές
  3. (μεταφορικά) αυτός που έχει ισχυρές βάσεις που δεν μπορούν να κλονιστούν εύκολα ή προβάλλει σθεναρή αντίσταση
  4. (συνεκδοχικά) καθετί που λειτουργεί ως εγγυητής και υπερασπιστής (αξιών θεσμών, ιδεών)
    το κάστρο της Ορθοδοξίας

Εκφράσεις

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ουσιαστικό

κάστρο ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.