Κάστρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Κάστρο | τα | Κάστρα |
| γενική | του | Κάστρου | των | Κάστρων |
| αιτιατική | το | Κάστρο | τα | Κάστρα |
| κλητική | Κάστρο | Κάστρα | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κάστρο < Κάστρον (καθαρεύουσα, παλαιότερη ονομασία) < κάστρο
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈka.stɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κά‐στρο
Κύριο όνομα
Κάστρο ουδέτερο
- ονομασία οικισμών της Ελλάδας
- ※ Τό Γιάννη τό Νυφιώτη καί τόν Ἀργύρη τῆς Μυλωνοῦς, τούς ἔκλεισε τό χιόνι ἀπάν' στό Κάστρο (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στο Χριστό στο Κάστρο)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.