φύλαξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φύλαξη οι φυλάξεις
      γενική της φύλαξης* των φυλάξεων
    αιτιατική τη φύλαξη τις φυλάξεις
     κλητική φύλαξη φυλάξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φυλάξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φύλαξη < αρχαία ελληνική φύλαξις < φυλάσσω

Ουσιαστικό

φύλαξη θηλυκό

  1. η φρούρηση κτιρίου ή ατόμων για την προστασία τους, αλλά και ατόμων επικινδυνων για να μη δραπετεύσουν
  2. η προφύλαξη, η προσεκτική αποθήκευση ή διατήρηση

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.