στέρηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στέρηση οι στερήσεις
      γενική της στέρησης* των στερήσεων
    αιτιατική τη στέρηση τις στερήσεις
     κλητική στέρηση στερήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, στερήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στέρηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στέρησις[1] Δείτε στερώ

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈste.ɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στέρηση

Ουσιαστικό

στέρηση θηλυκό

  1. η έλλειψη
    η στέρηση βιταμινών μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές νόσους
  2. το να μην έχει κάποιος τα αναγκαία
    έζησε μια ζωή γεμάτη στερήσεις

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη στερώ

από την αρχαία λέξη ὕστερος:

από το στερεύω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.