φρούριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φρούριο | τα | φρούρια |
| γενική | του | φρούριου & φρουρίου |
των | φρούριων & φρουρίων |
| αιτιατική | το | φρούριο | τα | φρούρια |
| κλητική | φρούριο | φρούρια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φρούριο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φρούριον
- (μεταφορικός όρος) < (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική flying fortress[1]

Το βενετικό φρούριο του Ηρακλείου
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfɾu.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρού‐ρι‐ο
Ουσιαστικό
φρούριο ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική) οχυρωμένο κτήριο για τη στρατιωτική άμυνα μιας περιοχής
- (μεταφορικά) καθετί που προστατεύει ή υπερασπίζεται κάτι άλλο
Μεταφράσεις
Αναφορές
- φρούριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.