οχυρώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

οχυρώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος οχυρώνω
  2. θα οχυρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος οχυρώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

οχυρώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του οχύρωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.