kale

Τουρκικά (tr)

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈle/
τυπογραφικός συλλαβισμός: kale

Ουσιαστικό

kale (tr)

  1. το φρούριο, το κάστρο
  2. το οχύρωμα
  3. (αθλητισμός) το τέρμα, χώρος που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο κατακόρυφα δοκάρια, μέσα από τον οποίο πρέπει να περάσει η μπάλα για να σημειωθεί γκολ
  4. (στο σκάκι) ο πύργος

Κλίση

Παράγωγα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.