καστράκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καστράκι | τα | καστράκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | καστράκι | τα | καστράκια |
| κλητική | καστράκι | καστράκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καστράκι < κάστρο + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈstɾa.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐στρά‐κι
Συγγενικά
- Καστράκι (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κάστρο
καστράκι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.