καστέλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καστέλι τα καστέλια
      γενική του καστελιού των καστελιών
    αιτιατική το καστέλι τα καστέλια
     κλητική καστέλι καστέλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καστέλι < μεσαιωνική ελληνική καστέλι / κάστελλιν < λατινική castellum < castrum < πρωτοϊταλική *kastrom < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱes- (κόβω, χωρίζω)

Ουσιαστικό

καστέλι ουδέτερο

  1. μικρό κάστρο
    άλλες μορφές: καστράκι
  2. πύργος σε κάστρο

  • καστέλλι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.