κάστρον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κάστρον, από τον 6ο αιώνα < (άμεσο δάνειο) λατινική castrum

Ουσιαστικό

κάστρον ουδέτερο

Κλιτικοί τύποι

  • κάστρα (πληθυντικός για «τὸ κάστρο(ν)»)
  • κάστρη (πληθυντικός για «τὸ κάστρος»)

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
καστρ- 
  • ἀσπρόκαστρον
  • δρακοντόκαστρον
  • ἐκκαστρίζω
  • ἐνσήκαστρον
  • ἐξώκαστρον, 'ξώκαστρον, ὀξώκαστρον
  • ἐρημόκαστρον
  • Ἐρωτόκαστρον
  • ἐσώκαστρον, 'σώκαστρον
  • ἰδιόκαστρον
  • καστράκιον, καστράκιν
  • καστρανοίκτης
  • καστρένσιος
  • καστρεύω
  • καστρηνός
  • καστρήσιος
  • Καστρησίακον
  • καστριανός, καστριγιανός
  • καστρίδιον
  • καστρινός
  • καστριώτης
  • καστροκτισία
  • καστροκτίστης
  • καστρομαχέω
  • καστρομαχία
  • καστροπόλεμος
  • καστροπολεμῶ, καστροπολεμέω
  • καστρότειχον
  • καστροτρυπητής
  • καστροφυλαγμένος, καστροφυλαμένος
  • καστροφύλακας, καστροφύλαξ
  • καστροφυλακέω
  • καστροχαλαστής, καστροχαλάστης
  • κάστρωθεν
  • καστρωτός
  • μεσόκαστρον
  • Νεοκαστρίτης, Νεόκαστρα (Μικράς Ασίας)
  • νεόκαστρον
  • ξυλόκαστρον
  • ὁσπιτόκαστρον
  • παλαιόκαστρον, παλιόκαστρο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.