οχυρό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | οχυρό | τα | οχυρά |
| γενική | του | οχυρού | των | οχυρών |
| αιτιατική | το | οχυρό | τα | οχυρά |
| κλητική | οχυρό | οχυρά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οχυρό < μεσαιωνική ελληνική ὀχυρόν < αρχαία ελληνική ὀχυρά, ουδέτερο του ὀχυρός
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.çiˈɾo/
Ουσιαστικό
οχυρό ουδέτερο
- οχυρωμένο φρούριο ή θέση, απ’ όπου αμύνονται οι αμυνόμενοι
- (μεταφορικά) οποιοσδήποτε ή οτιδήποτε αντιστέκεται σθεναρά σε κάτι
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη οχυρός
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.