κατάπτωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατάπτωση οι καταπτώσεις
      γενική της κατάπτωσης* των καταπτώσεων
    αιτιατική την κατάπτωση τις καταπτώσεις
     κλητική κατάπτωση καταπτώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταπτώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατάπτωση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατάπτω(σις) + -ση < καταπίπτω. Μορφολογικά αναλύεται σε κατά- + πτῶσις (πτώση)

Ουσιαστικό

κατάπτωση θηλυκό

  1. η επιδείνωση της φυσικής κατάστασης ενός ατόμου, η εξάντληση
    νιώθω κατάπτωση
  2. η ηθική παρακμή
    η κατάπτωση της αστικής τάξης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.