καστροφύλακας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καστροφύλακας | οι | καστροφύλακες |
| γενική | του | καστροφύλακα | των | καστροφυλάκων |
| αιτιατική | τον | καστροφύλακα | τους | καστροφύλακες |
| κλητική | καστροφύλακα | καστροφύλακες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καστροφύλακας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καστροφύλακας < καστροφύλαξ < κάστρ(ον) + -ο- + φύλαξ. Συγχρονικά αναλύεται σε κάστρ(ο) + -ο- + -φύλακας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- καστροφύλακας < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.