slot

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /slɒt/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
slot slots

slot (en)

Πολυλεκτικοί όροι

  • socket
  • slot στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια



Δανικά (da)

Ουσιαστικό

slot (da)

  1. το κάστρο
  2. (πληροφορική) θυρίδα, σχισμή

Ολλανδικά (nl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

slot (nl) ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.