zamek
Πολωνικά (pl)
| πτώση | ενικός | πληθυντικός | |
|---|---|---|---|
| ονομαστική | zamek | zamki | |
| γενική | zamku | zamków | |
| δοτική | zamkowi | zamkom | |
| αιτιατική | zamek | zamki | |
| οργανική | zamkiem | zamkami | |
| τοπική | zamku | zamkach | |
| κλητική | zamku | zamki | |
| η γενική του ενικού παίρνει και τη μορφή zamka, αλλά σπάνια χρησιμοποιείται για την έννοια κάστρο | |||
Ετυμολογία
zamek < zamykać / zamknąć
- ο όρος με την έννοια του κάστρου (κατασκευή που κλείνει το δρόμο, την είσοδο) εμφανίστηκε τον 14ο μΧ. αιώνα και αντικατέστησε, ήδη υπάρχοντες, λατινογενείς όρους
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈza.mɛk/
- ⓘ
Συγγενικά
- zameczek
- zamkowy
- zamczysko
Πολυλεκτικοί όροι
- zamek błyskawiczny
- zamek z piasku
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.