γυναίκα

Νέα ελληνικά (el)

 ετυμολογικό πεδίο 
γυναικ- 
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γυναίκα οι γυναίκες
      γενική της γυναίκας των γυναικών
    αιτιατική τη γυναίκα τις γυναίκες
     κλητική γυναίκα γυναίκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γυναίκα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γυναίκα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γυνή (αιτιατική: γυναῖκα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷḗn- < *gʷen- (γυναίκα) + *-h₂-

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝiˈne.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γυναίκα

Ουσιαστικό

γυναίκα θηλυκό

  1. κάθε ενήλικος άνθρωπος θηλυκού φύλου (κατ' αντιδιαστολή προς το κορίτσι)
    παλιά υπήρχαν χωριστά εκλογικά τμήματα ανδρών και γυναικών
    • για κορίτσι που μεγαλώνει και αποκτά τα χαρακτηριστικά ενήλικης γυναίκας
      δες τη Μαρία, μέσα σε λίγους μήνες έγινε από κοριτσάκι σωστή γυναίκα
  2. η σύζυγος
    σου τηλεφώνησε η γυναίκα σου

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

και

 δείτε και τη λέξη γυνή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.