γυναίκα
Νέα ελληνικά (el)
ετυμολογικό πεδίο
γυναικ-
γυναικ-
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γυναίκα | οι | γυναίκες |
| γενική | της | γυναίκας | των | γυναικών |
| αιτιατική | τη | γυναίκα | τις | γυναίκες |
| κλητική | γυναίκα | γυναίκες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γυναίκα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γυναίκα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γυνή (αιτιατική: γυναῖκα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷḗn- < *gʷen- (γυναίκα) + *-h₂-
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝiˈne.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γυ‐ναί‐κα
Ουσιαστικό
γυναίκα θηλυκό
- κάθε ενήλικος άνθρωπος θηλυκού φύλου (κατ' αντιδιαστολή προς το κορίτσι)
- ↪ παλιά υπήρχαν χωριστά εκλογικά τμήματα ανδρών και γυναικών
- για κορίτσι που μεγαλώνει και αποκτά τα χαρακτηριστικά ενήλικης γυναίκας
- ↪ δες τη Μαρία, μέσα σε λίγους μήνες έγινε από κοριτσάκι σωστή γυναίκα
- η σύζυγος
- ↪ σου τηλεφώνησε η γυναίκα σου
Συνώνυμα
- γυνή (λόγιο)
Αντώνυμα
Συγγενικά
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με συνθετικό 'γυναίκα' στο Βικιλεξικό
- λήγουν σε -γυναίκα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- γυναικο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα γυναικο- στο Βικιλεξικό
και
- βρομογύναικο
- παλιογύναικο
→ δείτε και τη λέξη γυνή
-
γυναίκα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
κάθε ενήλικος άνθρωπος θηλυκού φύλου
η σύζυγος
|
→ δείτε τη λέξη σύζυγος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.