μισογύνης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μισογύνης | οι | μισογύνηδες |
| γενική | του | μισογύνη | των | μισογύνηδων |
| αιτιατική | τον | μισογύνη | τους | μισογύνηδες |
| κλητική | μισογύνη | μισογύνηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μισογύνης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μισογύνης (τίτλος κωμωδίας του Μενάνδρου < μισο- (< μισῶ) + -γύνης (< γυνή)
Προφορά
- ΔΦΑ : /mi.soˈʝi.nis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐σο‐γύ‐νης
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.