γυναικούλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γυναικούλα οι γυναικούλες
      γενική της γυναικούλας
    αιτιατική τη γυναικούλα τις γυναικούλες
     κλητική γυναικούλα γυναικούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γυναικούλα < γυναίκ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Ουσιαστικό

γυναικούλα θηλυκό

  1. (προσφώνηση, χαϊδευτικό) τρυφερή προσφώνηση της συμβίας από τον σύζυγο ή τον σύντροφο
  2. (μειωτικό) γυναίκα χαμηλού επιπέδου που δεν φέρεται σωστά
     δείτε και τη λέξη γυναικουλίστικος
  3. (μειωτικό) κουτσομπόλα
  4. (μειωτικό) άντρας δειλός και χωρίς βούληση
  5. γυναίκα απλή, άκακη, αθώα, αμέτοχη που έτυχε να βρίσκεται κάπου
    Εκεί που έριξαν τα δακρυγόνα ήταν μαζεμένοι κάτι συνταξιούχοι και κάτι γυναικούλες με τα παιδιά τους

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.