σύζυγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | σύζυγος | οι | σύζυγοι |
| γενική | του/της του |
συζύγου σύζυγου |
των | συζύγων |
| αιτιατική | τον/τη | σύζυγο | τους/τις | συζύγους |
| κλητική | σύζυγε | σύζυγοι | ||
| Ο δεύτερος τύπος της γενικής, μόνο για το αρσενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «μέτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σύζυγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύζυγος < (σύν) σύ- + ζυγός
Μεταφράσεις
ο σύζυγος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.