παλιογύναικο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παλιογύναικο τα παλιογύναικα
      γενική του παλιογύναικου των παλιογύναικων
    αιτιατική το παλιογύναικο τα παλιογύναικα
     κλητική παλιογύναικο παλιογύναικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παλιογύναικο < παλιο- + γυναίκα + -ο

Ουσιαστικό

παλιογύναικο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.