γυναικο-
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
γυναικο-
<
αρχαία ελληνική
γυνή
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ʝi.ne.ko
/
Πρόθημα
γυναικο-
πρώτο συνθετικό λέξεων σχετικών με τη
γυναίκα
Συγγενικά
γυναικο
κρατία
γυναικο
λόγος
γυναικο
λογικός
γυναικο
λογία
γυναικο
πρεπής
γυναικο
φέρνω
γυναικο
φέρσιμο
γυναικο
δουλειά
γυναικό
παιδα
Μεταφράσεις
γυναικο-
γαλλικά
:
gynéco-
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.