γυναικείος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γυναικείος η γυναικεία το γυναικείο
      γενική του γυναικείου της γυναικείας του γυναικείου
    αιτιατική τον γυναικείο τη γυναικεία το γυναικείο
     κλητική γυναικείε γυναικεία γυναικείο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γυναικείοι οι γυναικείες τα γυναικεία
      γενική των γυναικείων των γυναικείων των γυναικείων
    αιτιατική τους γυναικείους τις γυναικείες τα γυναικεία
     κλητική γυναικείοι γυναικείες γυναικεία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γυναικείος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γυναικεῖος < γυνή, γυναικ- + -εῖος (-είος). Συγκρίνετε με το γυναίκειος

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝi.neˈci.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γυναικείος

Επίθετο

γυναικείος, -α, -ο

  1. που ανήκει ή αναφέρεται στη γυναίκα, σε ενήλικα που ανήκει στο γυναικείο φύλο
    γυναικεία συμπεριφορά, γυναικείο ντύσιμο, γυναικεία καμώματα, γυναικεία φυλακή, γυναικείος πληθυσμός
     δείτε  γυναικεία: τα είδη, σε εμπορικά καταστήματα (γυναικεία, παιδικά, ανδρικά)
  2. που μοιάζει με γυναίκα ή μοιάζει να ανήκει σε γυναίκα, όμως αυτό δεν ισχύει
    άσε τα γυναικεία καμώματα, ακόμα είσαι 13 χρονών

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη γυναίκα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.