γύναιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γύναιο | τα | γύναια |
| γενική | του | γύναιου | των | γύναιων |
| αιτιατική | το | γύναιο | τα | γύναια |
| κλητική | γύναιο | γύναια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γύναιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γύναιον[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈʝi.ne.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γύ‐ναι‐ο
Ουσιαστικό
γύναιο ουδέτερο
Μεταφράσεις
γύναιο
|
|
Αναφορές
- γύναιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.