φίτζι

Νέα ελληνικά (el)

Ουσιαστικό

φίτζι ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ή θηλυκό άκλιτο

  • (γλώσσα) που μιλιέται στα Φίτζι

Σημειώσεις

επίσης δείτε

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.