Frau

Γερμανικά (de)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Frau die Frauen
γενική der Frau der Frauen
δοτική der Frau den Frauen
αιτιατική die Frau die Frauen

Ετυμολογία

Frau < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική vrouwe < παλαιά άνω γερμανική frouwa [1] [2]

Προφορά

ΔΦΑ : /fʁaʊ̯/
 
 

Ουσιαστικό

Frau (de) θηλυκό

  1. η γυναίκα
    Deine Tochter ist so eine schöne Frau geworden.
    Η κόρη σου έχει γίνει μια τόσο όμορφη γυναίκα.
     αντώνυμα: Mann
  2. η σύζυγος
    Meine Frau und ich suchen eine Wohnung.
    Η γυναίκα μου κι εγώ ψάχνουμε για ένα διαμέρισμα.
     συνώνυμα: Ehefrau, Gattin
  3. προσφώνηση για ενήλικη γυναίκα, κυρία
    Hallo, kann ich mit Frau Schneider sprechen?
    Γεια σας, μπορώ να μιλήσω με την κυρία Σνάιντερ;
     αντώνυμα: Herr

Συγγενικά

Σύνθετα

  • Frau στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές

  1. Frau - Duden online.
  2. Frau - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).



Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

Frau < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Frau αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.