βούλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βούλα | οι | βούλες |
| γενική | της | βούλας | — | |
| αιτιατική | τη | βούλα | τις | βούλες |
| κλητική | βούλα | βούλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βούλα : (ορθογραφική απλοποίηση) κληρονομημένο από την ελληνιστική κοινή βούλλα < υστερολατινική bulla[1] < γαλατικά < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *beu- (εξόγκωμα, οίδημα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvu.la/
Ουσιαστικό
βούλα θηλυκό
- η σφραγίδα καθώς και (συνεκδοχικά) το έγγραφο στο οποίο αυτή υπάρχει
- σημάδι σε σχήμα κύκλου διαφορετικού χρώματος
- λακκάκι στο μάγουλο, στο σαγόνι ή το λαιμό
- (αθλητισμός) ειδικό σημείο με μια λευκή βούλα, στην οποία τοποθετείται η μπάλα πριν χτυπηθεί ένα πέναλτι κατά τη διάρκεια ενός ποδοσφαιρικού αγώνα
- Για την εκτέλεση του πέναλτι η μπάλα τοποθετείται 11 μέτρα από την γραμμή τέρματος σε ειδική λευκή βούλα που υπάρχει στη μεγάλη περιοχή. (*)
Εκφράσεις
Συγγενικά
Σύνθετα
- αβούλωτος
- αργυρόβουλο
- βουλοκέρι
- μολυβδόβουλο
- ξεβούλωμα
- ξεβουλώνω
- ξεβούλωτος
- χρυσόβουλο
- σφραγιδοκύλινδρος: αρχαία βούλα
- σφραγιδόλιθος
- σφραγιστήριο: βούλα στο πρόσφορο (ψωμί)
- αρτοσφραγίδα: βούλα στο πρόσφορο
- σιγίλιο: πατριαρχική βούλα
Αναφορές
- βούλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.