spot

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
spot spots

spot (en)

  1. σημείο, τόπος, θέση
    Show us the exact spot where you found the gun.
    Δείξε μας την ακριβή θέση όπου βρήκες το όπλο.
  2. κηλίδα, λεκές
  3. στάλα
  4. βούλα, στίγμα, πουά
  5. σπυρί
  6. σφήνα σε πρόγραμμα

Ρήμα

ενεστώτας spot
γ΄ ενικό ενεστώτα spots
αόριστος spotted
παθητική μετοχή spotted
ενεργητική μετοχή spotting

spot (en)

  1. διακρίνω, εντοπίζω, επισημαίνω, μυρίζομαι
    The thieves went in and went out without being spotted.
    Οι κλέφτες μπήκαν και βγήκαν, χωρίς να τους μυριστούν.
     συνώνυμα: notice

Αναγραμματισμοί

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.