επισήμως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επισήμως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπισήμως < αρχαία ελληνική ἐπίσημος

Προφορά

ΔΦΑ : /e.piˈsi.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επισήμως
τονικό παρώνυμο: επίσημος

Επίρρημα

επισήμως

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.