λαιμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|---|
| αρσενικό | αρσενικό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο | λαιμός | οι | λαιμοί | τα | λαιμά |
| γενική | του | λαιμού | των | λαιμών | των | λαιμών |
| αιτιατική | τον | λαιμό | τους | λαιμούς | τα | λαιμά |
| κλητική | λαιμέ | λαιμοί | λαιμά | |||
| Ο δεύτερος πληθυντικός, σε οικείο ύφος. | ||||||
| Κατηγορία όπως «δεσμός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||

ανθρώπινος λαιμός
.jpg.webp)
φόρεμα με λαιμό
.jpg.webp)
λαιμός μπουκαλιού
Ετυμολογία
- λαιμός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λαιμός
Προφορά
- ΔΦΑ : /leˈmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λαι‐μός
Ουσιαστικό
λαιμός αρσενικό
- (ανατομία) μέρος του σώματος που συνδέει το κεφάλι με το κυρίως σώμα
- (ειδικότερα) το μπροστινό εσωτερικό μέρος του τμήματος αυτού που περιλαμβάνει το λάρυγγα και τον φάρυγγα
- (συνεκδοχικά) το τμήμα οποιουδήποτε ρούχου που βρίσκεται στην περιοχή γύρω από το λαιμό ή στην άκρη του
- (συνεκδοχικά) οτιδήποτε μοιάζει με λαιμό, το τμήμα οποιουδήποτε αντικειμένου στο σημείο που στενεύει και βρίσκεται κοντά στη μία άκρη του
- (ναυτικός όρος) ισθμός μικρής χερσονήσου, το πάνω άκρο της στήλης ιστού των ιστιοφόρων
Σύνθετα
Μεταφράσεις
τμήμα του σώματος
|
μπροστινό εσωτερικό τμήμα του λαιμού
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | λαιμός | οἱ | λαιμοί |
| γενική | τοῦ | λαιμοῦ | τῶν | λαιμῶν |
| δοτική | τῷ | λαιμῷ | τοῖς | λαιμοῖς |
| αιτιατική | τὸν | λαιμόν | τοὺς | λαιμούς |
| κλητική ὦ! | λαιμέ | λαιμοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λαιμώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | λαιμοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
λαιμός < αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανόν από τη λέξη λαῖτμα (βυθός, χάσμα)
Επίθετο
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | λαιμός | ἡ | λαιμή | τὸ | λαιμόν |
| γενική | τοῦ | λαιμοῦ | τῆς | λαιμῆς | τοῦ | λαιμοῦ |
| δοτική | τῷ | λαιμῷ | τῇ | λαιμῇ | τῷ | λαιμῷ |
| αιτιατική | τὸν | λαιμόν | τὴν | λαιμήν | τὸ | λαιμόν |
| κλητική ὦ! | λαιμέ | λαιμή | λαιμόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | λαιμοί | αἱ | λαιμαί | τὰ | λαιμᾰ́ |
| γενική | τῶν | λαιμῶν | τῶν | λαιμῶν | τῶν | λαιμῶν |
| δοτική | τοῖς | λαιμοῖς | ταῖς | λαιμαῖς | τοῖς | λαιμοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | λαιμούς | τὰς | λαιμᾱ́ς | τὰ | λαιμᾰ́ |
| κλητική ὦ! | λαιμοί | λαιμαί | λαιμᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λαιμώ | τὼ | λαιμᾱ́ | τὼ | λαιμώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | λαιμοῖν | τοῖν | λαιμαῖν | τοῖν | λαιμοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
λαιμός, -ή, -όν
Πηγές
- λαιμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λαιμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.