χαράκωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χαράκωμα | τα | χαρακώματα |
| γενική | του | χαρακώματος | των | χαρακωμάτων |
| αιτιατική | το | χαράκωμα | τα | χαρακώματα |
| κλητική | χαράκωμα | χαρακώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
χαράκωμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χαρακώνω
- όρυγμα στο οποίο οχυρώνονται στρατιώτες κατά τη μάχη
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.