σαγόνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σαγόνι | τα | σαγόνια |
| γενική | του | σαγονιού | των | σαγονιών |
| αιτιατική | το | σαγόνι | τα | σαγόνια |
| κλητική | σαγόνι | σαγόνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σαγόνι < καθαρεύουσα σαγόνιον < αρχαία ελληνική σιαγόνιον υποκοριστικό της λέξης σιαγών
Προφορά
- ΔΦΑ : /saˈɣo.ni/
Ουσιαστικό
σαγόνι ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.