μολυβδόβουλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μολυβδόβουλο | τα | μολυβδόβουλα |
| γενική | του | μολυβδόβουλου | των | μολυβδόβουλων |
| αιτιατική | το | μολυβδόβουλο | τα | μολυβδόβουλα |
| κλητική | μολυβδόβουλο | μολυβδόβουλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Μολυβδόβουλο του Κοντοστέφανου, δούκα της Αντιόχειας
Ετυμολογία
- μολυβδόβουλο → δείτε τη λέξη μολυβδόβουλλο
Μεταφράσεις
μολυβδόβουλο
|
→ δείτε τη λέξη μολυβδόβουλλο |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.