έγγραφο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έγγραφο τα έγγραφα
      γενική του εγγράφου
& έγγραφου
των εγγράφων
    αιτιατική το έγγραφο τα έγγραφα
     κλητική έγγραφο έγγραφα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έγγραφο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἔγγραφον, ενικός < ελληνιστική κοινή τά ἔγγραφα (πληθυντικός) < επίθετο ἔγγραφος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈeŋ.ɣɾa.fo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έγγρφο
τονικό παρώνυμο: εγγράφω

Ουσιαστικό

έγγραφο ουδέτερο

  1. το κείμενο που έχει συνταχθεί με επίσημο τρόπο και φέρει στοιχεία του συντάκτη (ατόμου ή φορέα), στοιχεία του αποδέκτη ή των αποδεκτών, ημερομηνία, υπογραφή και συχνά σφραγίδα
  2. το αρχείο ηλεκτρονικού υπολογιστή που περιέχει κείμενο (βλ. ηλεκτρονικό έγγραφο)

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις εγγράφω και γράφω

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.