μάγουλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μάγουλο | τα | μάγουλα |
| γενική | του | μάγουλου | των | μάγουλων |
| αιτιατική | το | μάγουλο | τα | μάγουλα |
| κλητική | μάγουλο | μάγουλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ανθρώπινο μάγουλο
Ετυμολογία
- μάγουλο < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μάγουλον < υστερολατινική magulum
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈma.ɣu.lo/
Ουσιαστικό
μάγουλο ουδέτερο
- (ανατομία) το σχετικά πιο μαλακό τμήμα του προσώπου κάτω από τα μήλα και έως τα αφτιά, τη μύτη και το σαγόνι, το εξωτερικό μέρος του μυικού ιστού που περιβάλλει τα πλάγια τμήματα της στοματικής κοιλότητας
- (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) τα προεξέχοντα τμήματα διαφόρων αντικειμένων, που μοιάζουν με μάγουλα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.