δοκιμή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δοκιμή | οι | δοκιμές |
| γενική | της | δοκιμής | των | δοκιμών |
| αιτιατική | τη | δοκιμή | τις | δοκιμές |
| κλητική | δοκιμή | δοκιμές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δοκιμή < ελληνιστική κοινή δοκιμή < αρχαία ελληνική δόκιμος < δέχομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *deḱ-
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðo.ciˈmi/
Ουσιαστικό
δοκιμή θηλυκό
- η απόπειρα, η προσπάθεια
- ο έλεγχος της καλής λειτουργίας ενός συστήματος
- (για ρούχα ή παράσταση) η πρόβα, το προβάρισμα
- το δοκίμιο
- οι "Δοκιμές" του Γ. Σεφέρη
Συγγενικά
Μεταφράσεις
δοκιμή
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.