σφραγιστήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σφραγιστήριο τα σφραγιστήρια
      γενική του σφραγιστήριου
& σφραγιστηρίου
των σφραγιστήριων
& σφραγιστηρίων
    αιτιατική το σφραγιστήριο τα σφραγιστήρια
     κλητική σφραγιστήριο σφραγιστήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σφραγιστήριο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σφραγιστήρι(ον) (σφραγίδα) + -ο < αρχαία ελληνική σφραγίζω, σφραγισ- (< σφραγίς) + -τήριον > -τήριο

Προφορά

ΔΦΑ : /sfɾa.ʝiˈsti.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σφραγιστήριο

Ουσιαστικό

σφραγιστήριο ουδέτερο

  1. δημόσια υπηρεσία όπου σφραγίζονται έγγραφα ή αντικείμενα
  2. (εκκλησιαστικός όρος) σφραγίδα με χαραγμένα ιερά σύμβολα για τον άρτο της Θείας Ευχαριστίας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.