βούλλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βούλλα οι βούλλες
      γενική της βούλλας των βουλλών
    αιτιατική τη βούλλα τις βούλλες
     κλητική βούλλα βούλλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

βούλλα θηλυκό



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

βούλλα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βούλλα

Ουσιαστικό

βούλλα θηλυκό

  1. σφραγίδα από μόλυβδο, άργυρο ή χρυσό
    1. αποτύπωμα σφραγίδας
    2. (κατ’ επέκταση) κάθε έγγραφο με σφραγίδα
  2. (μεταφορικά) στίγμα
  3. ύφασμα με το οποίο έδεναν τα μάτια

Συγγενικά

  • βούλλωμα, βούλλωμαν
  • βουλλωτήρι, βουλλωτήριν
  • βουλλώνω
  • βουλλωτός

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βούλλ αἱ βούλλαι
      γενική τῆς βούλλης τῶν βουλλῶν
      δοτική τῇ βούλλ ταῖς βούλλαις
    αιτιατική τὴν βούλλᾰν τὰς βούλλᾱς
     κλητική ! βούλλ βούλλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βούλλ
γεν-δοτ τοῖν  βούλλαιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βούλλα < (άμεσο δάνειο) υστερολατινική bulla < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *beu (εξόγκωμα)

Ουσιαστικό

βούλλα, -ης θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. κασσίτερος
  2. βούλα, σφραγίδα

  • βοῦλλα

Συγγενικά

  • βουλλεύω
  • βουλλόω
  • βουλλωτήριον
  • βουλογραφέω
  • βουλογραφία
  • βουλογράφος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.