ξεβούλωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεβούλωτος η ξεβούλωτη το ξεβούλωτο
      γενική του ξεβούλωτου της ξεβούλωτης του ξεβούλωτου
    αιτιατική τον ξεβούλωτο την ξεβούλωτη το ξεβούλωτο
     κλητική ξεβούλωτε ξεβούλωτη ξεβούλωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεβούλωτοι οι ξεβούλωτες τα ξεβούλωτα
      γενική των ξεβούλωτων των ξεβούλωτων των ξεβούλωτων
    αιτιατική τους ξεβούλωτους τις ξεβούλωτες τα ξεβούλωτα
     κλητική ξεβούλωτοι ξεβούλωτες ξεβούλωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξεβούλωτος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ξεβούλωτος, -η, -ο

  1. που δεν έχει βούλωμα
  2. που δεν έχει πώμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.