σφραγίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σφραγίδα οι σφραγίδες
      γενική της σφραγίδας των σφραγίδων
    αιτιατική τη σφραγίδα τις σφραγίδες
     κλητική σφραγίδα σφραγίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σφραγίδα < αρχαία ελληνική σφραγίς
Σφραγίδα με ημερομηνίες.
Γαλλικό εκλογικό βιβλιάριο με σφραγίδες.

Προφορά

ΔΦΑ : /sfɾaˈʝi.ða/

Ουσιαστικό

σφραγίδα θηλυκό

  1. αντικείμενο με έκτυπη παράσταση ή/και επιγραφή η οποία μελανώνεται και αποτυπώνεται με πίεση πάνω σε έγγραφο
  2. (αρχαιολογία) αντικείμενο με έκτυπη παράσταση που αφήνει το αποτύπωμά της πάνω σε κερί
  3. (κατ’ επέκταση) το αποτύπωμα που αφήνει το αντικείμενο αυτό, το σφράγισμα
  4. (μεταφορικά) η ολοφάνερη επίδραση που άσκησε κάποιος σε ένα άτομο, σύνολο, πολιτισμό κλπ

Συγγενικά

Συνώνυμα

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.