ξεβούλωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεβούλωμα τα ξεβουλώματα
      γενική του ξεβουλώματος των ξεβουλωμάτων
    αιτιατική το ξεβούλωμα τα ξεβουλώματα
     κλητική ξεβούλωμα ξεβουλώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεβούλωμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ξεβούλωμα ουδέτερο

  1. η αφαίρεση του βουλώματος
  2. η αφαίρεση του πώματος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.