σιγίλιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σιγίλιο τα σιγίλια
      γενική του σιγιλίου
& σιγίλιου
των σιγιλίων
    αιτιατική το σιγίλιο τα σιγίλια
     κλητική σιγίλιο σιγίλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σιγίλιο < μεσαιωνική ελληνική σιγίλλιον < λατινική sigillium < sigillum, υποκοριστικό του signum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sek- (κόβω) ή *sekʷ- (ακολουθώ)

Ουσιαστικό

σιγίλιο ουδέτερο

  1. πατριαρχικό έγγραφο
  2. σφραγίδα με την οποία έχει σφραγιστεί επίσημο έγγραφο
      Το πρωτότυπο βρίσκεται στη Lucca (Κεντρικό Αρχείο, Ίδρυμα Martini). Είναι σε περγαμηνή, λεπτή και καλοδουλεμένη. Αποτελείται από 3 φύλλα, κολλημένα (…). Η κατάστασή τους είναι ικανοποιητική. Το σιγίλιο έχει χαθεί, ενώ διατηρείται η μέρινθος, χρώματος βιολέ, που το συγκρατούσε ενωμένο με το έγγραφο. (Antonio Carile, Guglielmo Cavallo, «Το ανέκδοτο χρυσόβουλο του Ανδρονίκου Γʹ Παλαιολόγου για τη μονή της Λυκουσάδας (1332;)», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 15 (1989) 33–63:49)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.