στάμπα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στάμπα | οι | στάμπες |
| γενική | της | στάμπας | των | σταμπών |
| αιτιατική | τη | στάμπα | τις | στάμπες |
| κλητική | στάμπα | στάμπες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στάμπα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική στάμπα < (άμεσο δάνειο) ιταλική stampa
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsta.ba/
Ουσιαστικό
στάμπα θηλυκό
- αποτύπωμα, το σημάδι που αφήνει κάποιο αντικείμενο γενικά ή ειδικά κατασκευασμένο για αυτόν το σκοπό
- (ειδικότερα) βιομηχανοποιημένη ή χειροποίητη ζωγραφιά πάνω σε ρούχο, συνήθως έγχρωμη
- (κατ’ επέκταση, μεταφορικά) το κηλίδωμα, η ρετσινιά
Συνώνυμα
Παράγωγα
Μεταφράσεις
στάμπα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.