στάμπα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στάμπα οι στάμπες
      γενική της στάμπας των σταμπών
    αιτιατική τη στάμπα τις στάμπες
     κλητική στάμπα στάμπες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στάμπα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική στάμπα < (άμεσο δάνειο) ιταλική stampa

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsta.ba/

Ουσιαστικό

στάμπα θηλυκό

  1. αποτύπωμα, το σημάδι που αφήνει κάποιο αντικείμενο γενικά ή ειδικά κατασκευασμένο για αυτόν το σκοπό
  2. (ειδικότερα) βιομηχανοποιημένη ή χειροποίητη ζωγραφιά πάνω σε ρούχο, συνήθως έγχρωμη
  3. (κατ’ επέκταση, μεταφορικά) το κηλίδωμα, η ρετσινιά

Συνώνυμα

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.