βουλωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βουλωμένος η βουλωμένη το βουλωμένο
      γενική του βουλωμένου της βουλωμένης του βουλωμένου
    αιτιατική τον βουλωμένο τη βουλωμένη το βουλωμένο
     κλητική βουλωμένε βουλωμένη βουλωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βουλωμένοι οι βουλωμένες τα βουλωμένα
      γενική των βουλωμένων των βουλωμένων των βουλωμένων
    αιτιατική τους βουλωμένους τις βουλωμένες τα βουλωμένα
     κλητική βουλωμένοι βουλωμένες βουλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βουλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βουλώνω

Προφορά

ΔΦΑ : /vu.loˈme.nos/

Μετοχή

βουλωμένος -η -ο

  1. που τον έχουν βουλώσει
  2. που έχει βουλώσει
    τα αφτιά μου είναι βουλωμένα
  3. που τον έχουν σφραγίσει με βούλα
    βουλωμένο γράμμα

Εκφράσεις

  • βουλωμένο γράμμα διαβάζεις!: λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που ανακάλυψε το προφανές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.