βουλωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βουλωμένος | η | βουλωμένη | το | βουλωμένο |
| γενική | του | βουλωμένου | της | βουλωμένης | του | βουλωμένου |
| αιτιατική | τον | βουλωμένο | τη | βουλωμένη | το | βουλωμένο |
| κλητική | βουλωμένε | βουλωμένη | βουλωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βουλωμένοι | οι | βουλωμένες | τα | βουλωμένα |
| γενική | των | βουλωμένων | των | βουλωμένων | των | βουλωμένων |
| αιτιατική | τους | βουλωμένους | τις | βουλωμένες | τα | βουλωμένα |
| κλητική | βουλωμένοι | βουλωμένες | βουλωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βουλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βουλώνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /vu.loˈme.nos/
Μετοχή
βουλωμένος -η -ο
Εκφράσεις
- βουλωμένο γράμμα διαβάζεις!: λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που ανακάλυψε το προφανές
Μεταφράσεις
βουλωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.